- Διομήδειαι
- Διομήδειοςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διομήδειος — (Α διομήδειος, διομηδεία και διομήδεια, ον και διομήδειος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διομήδη νεοελλ. (θηλ. ως ουσ.) η διομήδεια επιστημονική ονομασία τού πτηνού άλμπατρος αρχ. φρ. 1. «διομήδειος ἀνάγκη» απόλυτη, αδήριτη ανάγκη 2.… … Dictionary of Greek